παλαιοπωλικός

παλαιοπωλικός
-ή, -ό [παλαιοπώλης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιοπώλη και στην πώληση παλιών αντικειμένων.
επίρρ...
παλαιοπωλικώς
σύμφωνα με τον τρόπο που αρμόζει σε παλαιοπώλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”